Η λέξη σιωπή, – τόσο “κενή”, που μόνο ως απουσία κάποιου πράγματος
(του ήχου) μπορούμε να την ορίσουμε -, είναι, ασφαλώς, ένας όρος γεμάτος περιεχόμενο, που ξεχειλίζει από νοήματα – ορισμένα, μέχρι και αντιφατικά.
Όταν λέμε πως ένας άνθρωπος είναι καταδικασμένος στη σιωπή, εννοούμε πως έχει δεχτεί καρτερικά την απουσία επικοινωνίας, την απομόνωση, το να μην έχει πρόσβαση στον κόσμο της επαφής με τους άλλους. Βέβαια, το να βρει κανείς τη σιωπή που αναζητά, μπορεί και να είναι έκφραση μιας πολύ διαφορετικής πραγματικότητας: της πραγματικότητας ενός ανθρώπου που μέσα στη σιωπή του (εσωτερική ή εξωτερική) διακρίνει πολύ καλύτερα αυτό που συμβαίνει γύρω του και είναι σε θέση να αντιληφθεί ό,τι δεν μπορούσε να δει μέσα στο πολύβουο κόσμο της καθημερινότητας.
Μόνον η απόλυτη σιωπή μάς αφήνει ν’ αφουγκραστούμε εκείνους τους μικρούς ήχους που χαϊδεύουν τ’ αφτιά: το τιτίβισμα των πουλιών, την μουσική αρμονία ή το τραγούδι του ανέμου.
Αν ο θόρυβος αποσπά την προσοχή, η σιωπή βοηθάει την αυτοσυγκέντρωση.
Αν ο θόρυβος μας τρομάζει, η σιωπή μας παρακινεί να συγκεντρωθούμε.
Αν, όπως διδάσκει η ιατρική, ο θόρυβος μπορεί να γίνει αιτία διαφόρων ασθενειών, η σιωπή – σε αντίθεση με την θεραπευτική αγωγή – συμβάλλει στη χαλάρωση και στην αποστασιοποίηση.
Θα ήταν υπερβολικά απλουστευτικό και κάπως παραπλανητικό να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο θόρυβος που μουδιάζει το πνεύμα μας, προέρχεται από τις κόρνες των αυτοκινήτων, από το χτύπο των γραφομηχανών ή από τον διαπεραστικό ήχο των μεγαφώνων που παίζουν μουσική στη διαπασών. Ο χειρότερος θόρυβος, αυτός που πρέπει πάση θυσία ν’ αποφεύγουμε, ο πιο αρρωστημένος και μόνος υπαίτιος για την εσωτερική μας αναστάτωση, είναι αυτός που κάνουμε εμείς οι ίδιοι, όταν ανοίγουμε το στόμα μας κι αρχίζουμε να μιλάμε χωρίς σταματημό.
Ο άνθρωπος που έχει μάθει να μιλάει υπερβολικά, πιστεύει πως το ν’ ακούς είναι δευτερεύον – κι όποιος δεν ακούει δε μαθαίνει· το συμπέρασμα είναι αναπόφευκτο. Χωρίς χώρο για ν’ ακούσει, χωρίς τη σιωπή και το άνοιγμα που αφήνει η απουσία των δικών του λέξεων, ο άνθρωπος αδειάζει τάχιστα και δεν αφήνει τίποτε το εξωτερικό να βρει μια δίοδο προς το εσωτερικό του.
Και αν αυτό ισχύει παντού, στο πνευματικό επίπεδο γίνεται απολύτως ουσιώδες: εμείς οι ίδιοι είμαστε που εμποδίζουμε την ανάπτυξη του πνεύματός μας.
Δεν θα ήθελα να πιστέψει κάποιος πως του προτείνω να δραπετεύσει στην εξοχή για να κατακτήσει τη σιωπή.
Υπάρχουν χιλιάδες ήρεμες περιοχές και στιγμές γαλήνης μέσα στο περιβάλλον μας, αν θελήσουμε να τις αναζητήσουμε και να τις εκμεταλλευτούμε.
Υπάρχει μια σιωπή που δεν εξαρτάται απ’ το κατά πόσο μπορούμε να βρούμε ένα αθόρυβο περιβάλλον· μια σιωπή που απολαμβάνει όποιος μπορεί να εξαλείψει πρώτα το θόρυβο, κι ύστερα ν’ αναζητήσει, ν’ ανακαλύψει και να χτίσει τις σιωπές του. Κι όταν πια θα τις έχει βρει, όχι μόνο θα μπορεί να τις “ακούει”, αλλά θα μπορεί ν’ ακούει καλύτερα κι ό,τι στ’ αλήθεια ακούγεται.
Όταν συναντιέσαι με τη σιωπή, αρχίζει για σένα η περίοδος της ευαισθησίας και της ικανότητάς σου ν’ ακούς. Αν δεν πιστεύεις στην εσωτερική δύναμη της σιωπής, δοκίμασε να εμπιστευτείς κάτι σημαντικό σε κάποιο πολύ δικό σου πρόσωπο, όταν θα είστε μόνοι οι δυο σας κάτω από μια γέφυρα, τη στιγμή που πάνω απ’ τα κεφάλια σας περνάει μια εμπορική αμαξοστοιχία…
Όσο προχωράς στην εξωτερική και την εσωτερική σιωπή, ανακαλύπτεις πράγματα που βρίσκονταν πάντα σε απόσταση αναπνοής, κι άλλα για τα οποία δεν είχες ακούσει ποτέ να γίνεται λόγος, ή αποκτάς πρόσβαση σ’ έναν νέο τρόπο κατανόησης ενός οικείου πράγματος, ακούγοντας όμως τώρα τους διαφορετικούς τόνους του κάθε ήχου.
Το σύνολο αυτών των καινούργιων ικανοτήτων αποτελεί μέρος μιας νέας ευαισθησίας που ανοίγει την πόρτα σε μια – όλο και μεγαλύτερη και όλο και καλύτερη – συνειδητοποίηση της πραγματικότητας, τόσο της εξωτερικής όσο και εσωτερικής.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ ΕΚΔΟΣΕΙΣ OPERA
Via Lectures Bureau