Πέμπτη σήμερα. Έχει λαϊκή στη γειτονιά.
Σήμερα θα πάρω άλλον δρόμο από τον συνηθισμένο.
Θυμήθηκα τα λόγια του ποιητή- ότι αργοπεθαίνει, λέει, όποιος ακολουθεί κάθε μέρα την ίδια διαδρομή.
Στρίβω δεξι’α και νά'μαι.
Περπατώ ανάμεσα στον κόσμο που λίγο-λίγο μαζεύεται εδώ.
Ένας κύριος, μάλλον συνταξιούχος, σέρνει το καροτσάκι του γεμάτο.
Γεμάτο περηφάνεια που κατάφερε να το φορτώσει σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Πήρε και καραμέλες.
Περπατώ κι εγω γεμίζοντας τα μάτια μου χρώματα, ανθρώπους απλούς, καθημερινούς, αληθινούς.
Κι αρώματα.
Αρώματα απο τα αγαθά της αγαπημένης μου πατρίδας, του φωτός και της αλμύρας.
Κεράσια, βερύκοκα, πεπόνι.
Άνιθος, θυμάρι, μαιντανός, ρίγανη.
Οι μυρωδιές κατακλύζουν τον αέρα που αναπνέω.
Βοηθάει η ζέστη.
Λιώνει τις αντιστάσεις.
Λιώνει τα κέρινα φτερά μου.
Γειώνομαι.
Το χρειάζομαι.
Με κούρασαν τα πήγαινε-έλα σε χρόνους μακρινούς.
Παίρνω ανάσα από παρόν.
Λεμόνια, πορτοκάλια, καρπούζι.
Οι πραγματευτές με καλούν να αγοράσω.
Δεν τους κοιτώ.
Τα μάτια μου στραμμένα στους πάγκους.
Με πόση φροντίδα τα έχουν όλα παρατεταγμένα.
Κολοκυθάκια στρατιωτάκια, καρότα σε παρέλαση, πατάτες πυραμίδες.
Πυραμίδες. Αυτές με ακολουθούν.
Φροντίδα.
Έτσι να με φροντίσω, να με βάλω στη σειρά.
Λίγο.
Ενα τσακ τάξης μεσα στην αταξία αυτού του μεταβαλλόμενου ψηφιδωτού.
Μυρωδιές.
Φορτωμένες ήλιο και νερό.
Μόχθο και χαρά.
Μυρωδιές της γης.
Του Εδω και Τώρα.
Λουλούδια.
Λουλούδια του καλοκαιριού, γενναιόδωρα ηλιοτρόπια.
Αυτά δεν μυρίζουν, αλλά μέσα τους έχουν το φως του ήλιου.
Γυρισμένα τα κεφαλάκια, μου χαμογελούν.
Με καλωσορίζει το φως.
Τί ευλογία.
Τί τύχη.
Ευγνωμοσύνη και πίστη.
Πέμπτη σήμερα.
Κι ο δρόμος μια γιορτή.
ODE BY ARGYRO LIODIMOU