Πολύ συχνά οι πατέρες της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας στην Ελλάδα χρησιμοποιούν την έκφραση «Παιδί μου, κάνε μια προσευχή και ο Θεός θα σε ακούσει και θα σε βοηθήσει» ώστε να ενισχύσουν τους πιστούς τους και τους ανθρώπους που προσέρχονται στους ναούς, να αντιμετωπίσουν την αγωνία της καθημερινότητας καθώς και σοβαρά προβλήματα που τους επιφυλάσσει η ζωή.
Έτσι, η προσευχή χρησιμοποιείται σαν ένα ανώτερο πνευματικό «εργαλείο» για να φέρει την ελπίδα και τη χαρά πως τα πράγματα θα αλλάξουν.
Αυτή η πρακτική όμως, δεν ασκείται μόνο από τους χριστιανούς ορθόδοξους Πατέρες. Κάθε θρησκεία και λατρευτική πίστη, από τις περισσότερο διαδεδομένες μέχρι και τις πιο πρωτόγονες, έχουν ως θεμέλιο άξονα την προσευχή.
Μια προσευχή που μπορεί να γίνει είτε κάτω από μια τυπική διαδικασία και έχει αρχή κορύφωση και τέλος είτε μια πιο ελεύθερη προσέγγιση κάτι σαν διάλογος – επαφή μεταξύ του προσώπου που προσεύχεται με το θεό ή με το Θεό.
Με το σκεπτικό αυτό η προσευχή χτίζει τις σχέσεις θεού – ανθρώπου, προσδιορίζει το θεό και αποτελεί ένα όπλο για να ξεπεραστούν οι πειρασμοί.
Μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο των «πειρασμών» ανήκουν και τα θέματα της υγείας.
Η διαταραχή της υγείας με μια αρρώστια αποτελεί σύμφωνα με τις διδαχές των θρησκειών μια πρόκληση, ένα μάθημα, μια τιμωρία για τον άνθρωπο που την παθαίνει, ενώ με τη βοήθεια της προσευχής επέρχεται ένα καλύτερο αποτέλεσμα.
Όπως φαίνεται, η προσευχή και η άσκηση της ιατρικής εμπλέκονται πολύ συχνά για την αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς. Με το άρθρο στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό Journal of the American Medical Association (JAMA) «μπορούν οι ιατροί να συστήνουν στους ασθενείς τους να προσεύχονται με σκοπό μια καλύτερη υγεία;» (Marwick, 1995) ξεκίνησε μια αναζήτηση με άγνωστο προορισμό. Η προσευχή, ως διαδικασία πίστης και λατρείας μιας ανώτερης οντότητας, επιτελεί μια ανώτερη λειτουργία ή έχει μονάχα μια θετική επίδραση μέσω της αυθυποβολής που ασκεί ο ίδιος ο άνθρωπος στον εαυτό του; Από τότε και μέχρι σήμερα, η επιστήμη θέτει την προσευχή σα μια άλλη πιθανή θεραπευτική μέθοδο θεραπείας.
Από πολύ νωρίς έχει συσχετιστεί η ωφελιμότητα της αυτο-προσευχής (το ίδιο άτομο προσεύχεται για τον εαυτό του) με έμμεσους και βιολογικούς παράγοντες ή μηχανισμούς. Φαίνεται πως η ευεργετική της επίδραση οφείλεται (1) σε μια συμπεριφορά βασισμένη σε έναν υγιεινό τρόπο ζωής, (2) στην ενισχυμένη κοινωνική στήριξη, (3) στην ελάττωση του άγχους, (4) αλλά και στην ψυχοδυναμική της πίστης (Levin & Vanderpool, 1989; Strawbridge et al., 1997).
Από την άλλη, έχει γνωστοποιηθεί πως όταν το ίδιο το άτομο προσεύχεται ή γνωρίζει ότι κάποιος προσεύχεται για αυτόν αυτόματα διεγείρεται το ανοσοενδοκρινολογικό του σύστημα.
Τόσο η ψυχοφυσιολογία όσο και η ψυχοανοσολογία (δηλαδή η μελέτη της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ψυχολογικών διεργασιών και του νευρικού και ανοσοποιητικού συστήματος του ανθρώπινου σώματος) έχουν αποδείξει την επίδραση των συναισθημάτων και των συγκινήσεων επάνω στην λειτουργία του οργανισμού (Ader, Felten, & Cohen, 1991). Με το σκεπτικό αυτό, για να ξεπεράσουν οι επιστήμονες τα τεχνικά «προβλήματα» που προκύπτουν από την αυτο-προσευχή, με σκοπό να αυξήσουν την αντικειμενικότητα των αποτελεσμάτων τους, ξεκίνησαν να μελετούν, ιδιαίτερα μετά το 2000, την επιρροή που έχει η προσευχή στην υγεία με τη διαδικασία της μεσολαβητικής προσευχής, όταν δηλαδή οι προσευχές ενός προσώπου γίνονται για λογαριασμό ενός άλλου ατόμου, σε διπλές τυφλές μελέτες.
Μια ομάδα ανθρώπων δέχονται την προσευχή από άλλους, ενώ σε μια δεύτερη ομάδα δε γίνεται η «υπηρεσία» της προσευχής. Ούτε οι ασθενείς ούτε και οι γιατροί ή οι διαχειριστές της μελέτης συνήθως γνωρίζουν ποιος είναι σε ποια ομάδα. Οι άνθρωποι που κάνουν την προσευχή, οι μεσολαβητές, προσλαμβάνονται σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο και προσεύχονται για τους ανθρώπους που είναι στη μελέτη από μερικές έως πολλές φορές.
Μια τέτοια μελέτη διενεργήθηκε από την Mayo Clinic σε 3393 ασθενείς που είχαν μικροβιαιμία (παρουσία μικροοργανισμών στο αίμα, η οποία ανιχνεύεται με την καλλιέργεια του αίματος) (Leibovici, 2001).
Ο συγκεκριμένος ερευνητής διαπίστωσε ότι τα άτομα της ομάδας για τα οποία υπήρχε μεσολαβητική προσευχή είχαν την τάση να παραμείνουν στο νοσοκομείο για λιγότερο χρόνο καθώς και ότι ο πυρετός που είχαν εξαιτίας της μικροβιαιμίας είχε μικρότερη διάρκεια σε σχέση με την άλλη ομάδα.
Ξεδιπλώνοντας τα θετικά ευρήματα της προσευχής, μια ενδιαφέρουσα μελέτη παρουσιάστηκε το 2006 με αντικείμενα μελέτης τους γαλάγους (μικρά, νυκτόβια πρωτεύοντα ζώα που ενδημούν στην Αφρική) (Lesniak, 2006). Συγκεκριμένα, 22 γαλάγοι (Otolemur garnettii) με τραύματα που προέκυψαν από συμπεριφορές χρόνιου αυτοτραυματισμού, τυχαιοποιήθηκαν σε ομάδες που δέχονταν ή δε δέχονταν προσευχή. Η προσευχή διήρκησε 4 εβδομάδες. Και οι δύο ομάδες λάμβαναν επιπλέον L-τρυπτοφάνη (απαραίτητο αμινοξύ για την παραγωγή διάφορων πρωτεϊνών από το σώμα).
Στα συμπεράσματα βρέθηκε ότι τα ζώα που ήταν στην ομάδα της προσευχής είχαν μεγαλύτερη μείωση του μεγέθους της πληγής και μια μεγαλύτερη βελτίωση σε αιματολογικές παραμέτρους από τα ζώα ελέγχου.
Αυτή η μελέτη είναι σημαντική, διότι διεξήχθη σε μη ανθρώπινα είδη. Ως εκ τούτου, η πιθανότητα ενός φαινομένου placebo καταργείται.
Αυτό που μπορούμε να έχουμε ως τώρα για μια πιθανή απόδειξη είναι μονάχα παραδείγματα ότι η προσευχή κάπως με κάποιο τρόπο βοηθά.
Μια βοήθεια που δε σχετίζεται με θρησκείες (Helming, 2011), αλλά ούτε και με τη βαρύτητα της ασθένειας (Helming, 2011; Johnson et al., 2009; Shinoura et al., 2010). Βέβαια, η αναζήτηση της αλήθειας ποτέ δεν πρέπει να σταματά σε οποιοδήποτε ζήτημα. Μέχρι τότε όμως, η προσευχή φανερώνει –από οποιαδήποτε οπτική και αν το εξετάσει κάποιος– πως έχει θετική επίδραση στην υγεία του ανθρώπου. Και αν όχι θετική, τουλάχιστον δεν τον επηρεάζει αρνητικά.
Στέλιος Κυμπουρόπουλος Ψυχίατρος
Απόσπασμα από κείμενο που αναρτήθηκε αρχικά στα
Ψυχογραφήματα