Η ΔΟΞΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΧΟΜΕΝΟΥ
Υπάρχουν
Αβατάρ όλων των βαθμών και τύπων· μερικοί απ’ αυτούς είναι
μεγάλης πλανητικής σπουδαιότητας, γιατί εκφράζουν μέσα Τους ολόκληρους κύκλους μελλοντικής ανάπτυξης και ηχούν το φθόγγο και δίνουν τη
διδασκαλία που θα εισαγάγει μια
νέα εποχή κι ένα
νέο πολιτισμό·
ενσωματώνουν μεγάλες αλήθειες για τις οποίες οι
μάζες των ανθρώπων πρέπει
να εργασθούν και οι οποίες αποτελούν τον αντικειμενικό σκοπό των μεγαλύτερων διανοιών της εποχής, έστω κι αν δεν τον αντιλαμβάνονται.
Μερικοί Αβατάρ εκφράζουν επίσης μέσα Τους το
σύνολο της ανθρώπινης επίτευξης και της
φυλετικής τελείωσης κι έτσι γίνονται
“οι ιδεώδεις άνθρωποι” των αιώνων. Άλλοι, ακόμη μεγαλύτεροι, έχουν την
εξουσιοδότηση να γίνουν
θεματοφύλακες κάποιας
θείας αρχής ή κάποιας
θείας ποιότητας που χρειάζεται μια νέα παρουσίαση κι έκφραση πάνω στη Γη· μπορούν να το κάνουν γιατί
έφθασαν στην
τελειότητα και
κατέκτησαν την
ανώτατη δυνατή μύηση.
Κατέχουν το
δώρο να είναι οι ενσωματωμένες αυτές πνευματικές ποιότητες κι επειδή έχουν εκφράσει πλήρως την ειδική αυτή αρχή ή ποιότητα, μπορούν να δρουν σαν
αγωγοί για τη διαβίβασή της από το κέντρο της όλης πνευματικής Ζωής. Αυτή είναι η βάση
της δοξασίας των Αβατάρ ή των
θείων Αγγελιαφόρων.
Τέτοιος ήταν ο
Χριστός· ήταν από
δύο απόψεις Αβατάρ, γιατί δεν έκρουσε μόνο το βασικό τόνο της νέας εποχής (πριν δύο χιλιάδες χρόνια), αλλά επίσης με μυστηριώδη κι ακατάληπτο τρόπο
ενσωμάτωσε μέσα Του τη θεία Αρχή της Αγάπης· ήταν ο
πρώτος που
αποκάλυψε στους ανθρώπους την
αληθινή φύση του Θεού. Η επικλητική κραυγή της ανθρωπότητας (το δεύτερο απ’ τα κίνητρα που προκαλούν τη θεία Εμφάνιση) είναι δυναμική σε αποτέλεσμα γιατί οι
ψυχές των ανθρώπων, ιδιαίτερα σε σύμφωνη δράση, έχουν
μέσα τους κάτι που είναι
συγγενές με τη θεία φύση του Αβατάρ.
Είμαστε όλοι Θεοί, όλοι
τέκνα του
ενός Πατρός, όπως μας είπε ο τελευταίος των Αβατάρ, ο Χριστός. Το
θείο κέντρο σε κάθε
ανθρώπινη καρδιά είναι εκείνο που
όταν αφυπνισθεί σε δραστηριότητα, μπορεί να προκαλέσει
ανταπόκριση από τον
υψηλό Τόπο όπου ο
Ερχόμενος αναμένει την ώρα της
εμφάνισής Του.
Μόνο το κοινό αίτημα της ανθρωπότητας, η “μαζική της πρόθεση”, μπορεί να κατασταλάξει την κάθοδο (όπως λέγεται) ενός Αβατάρ.
Για να συνοψίσουμε λοιπόν: η
δοξασία των
Αβατάρ παραλληλίζεται με τη δοξασία της
συνέχειας της
αποκάλυψης. Ανά τους αιώνες και σε
κάθε μεγάλη ανθρώπινη κρίση, πάντα σε
ώρες ανάγκης, στη θεμελίωση μιας νέας φυλής ή την
αφύπνιση μιας
προετοιμασμένης ανθρωπότητας σ’ ένα νέο κι ευρύτερο όραμα, η
Καρδιά του Θεού – ωθούμενη από το Νόμο της Συμπόνιας –
αποστέλλει ένα
Δάσκαλο, έναν
παγκόσμιο Σωτήρα, ένα
Διαφωτιστή, έναν
Αβατάρ, ένα διαβιβάζοντα
Ενδιάμεσο, ένα
Χριστό.
Αυτός
δίνει το μήνυμα που θα
θεραπεύσει, θα υποδείξει το νέο βήμα που πρέπει να κάνει η φυλή των ανθρώπων, θα
φωτίσει ένα σκοτεινό παγκόσμιο πρόβλημα και θα δώσει στον άνθρωπο την
έκφραση μιας αδιάγνωστης ως τότε όψης της
θειότητας. Σ’ αυτό το γεγονός της συνέχειας της αποκάλυψης και της διαδοχής της προοδευτικής αυτής εκδήλωσης της θείας Φύσης βασίζεται η δοξασία των Αβατάρ, των θείων Απεσταλμένων, των θείων Εμφανίσεων και των Σωτήρων.
Για
όλους Αυτούς μαρτυρεί αλάνθαστα η
ιστορία. Σ’ αυτό το γεγονός της συνέχειας, της διαδοχής των Αγγελιαφόρων και των Αβατάρ και της φρικτής και τρομερής ανάγκης της ανθρωπότητας αυτή την εποχή βασίζεται η παγκόσμια προσδοκία της επανεμφάνισης του Χριστού. Η έμφυτη αναγνώριση όλων αυτών των γεγονότων οδήγησε στη σταθερά διογκούμενη επικλητική κραυγή της ανθρωπότητας σε κάθε χώρα για κάποια μορφή θείας ανακούφισης ή θείας παρέμβασης· η αναγνώριση αυτών των γεγονότων είναι επίσης εκείνη που προκαλεί την εντολή που εκπέμφθηκε από το “κέντρο όπου η θέληση του Θεού είναι γνωστή”, ότι ο
Αβατάρ πρέπει να έρθει πάλι· η γνώση των δύο αυτών αιτημάτων οδήγησε τον Χριστό στην απόφαση να επιτρέψει στους μαθητές Του σε κάθε χώρα να γνωρίσουν ότι θα επανεμφανισθεί όταν θα έχουν κάνει την απαιτούμενη προπαρασκευαστική εργασία.
Οι
Αβατάρ που
γνωρίζουμε κι
αναγνωρίζουμε ευκολότερα είναι ο
Βούδας στην Ανατολή κι ο
Χριστός στη Δύση. Τα
μηνύματά Τους είναι σ’ όλους γνωστά και οι καρποί της ζωής και των λόγων Τους
ρύθμισαν τη
σκέψη και τον
πολιτισμό αμφότερων των
ημισφαιρίων. Επειδή είναι
θείοι-ανθρώπινοι Αβατάρ εκπροσωπούν ό,τι η ανθρωπότητα μπορεί εύκολα να κατανοήσει· επειδή έχουν
ίδια φύση με τη δική μας, “σαρξ εκ της σαρκός μας και πνεύμα εκ του πνεύματός μας”.
Τους
γνωρίζουμε και Τους
εμπιστευόμαστε κι έχουν για μας μεγαλύτερη σημασία απ’ τις άλλες θείες Εμφανίσεις. Τους γνωρίζουν, Τους εμπιστεύονται και Τους αγαπούν
αναρίθμητα εκατομμύρια. Ο πυρήνας της πνευματικής ενέργειας που εδραίωσαν, υπερβαίνει τα μέτρα μας· η
εδραίωση ενός
πυρήνα διαρκούς ενέργειας, πνευματικά θετικής, είναι το
συνεχές έργο ενός
Αβατάρ· εστιάζει ή αγκυροβολεί μια δυναμική αλήθεια, μια ισχυρή σκεπτομορφή ή μια δίνη μαγνητικής ενέργειας στον κόσμο της ανθρώπινης ζωής.
Το εστιακό αυτό σημείο δρα όλο και περισσότερο σαν
διαβιβαστής πνευματικής ενέργειας· επιτρέπει στην ανθρωπότητα να εκφράσει κάποια θεία ιδέα κι αυτή με τον καιρό παράγει έναν πολιτισμό με τη συνοδεύουσα κουλτούρα, τις θρησκείες, τις πολιτικές, τις κυβερνήσεις και τις εκπαιδευτικές διαδικασίες.
Έτσι γίνεται η ιστορία. Η ιστορία είναι σε τελική ανάλυση η
καταγραφή της
κυκλικής αντίδρασης της
ανθρωπότητας σε κάποια
εισρέουσα θεία ενέργεια, σε κάποιον
εμπνευσμένο ηγέτη ή σε κάποιον
Αβατάρ.
Ο
Αβατάρ είναι συνήθως επί του παρόντος
Εκπρόσωπος της
δεύτερης θείας όψης, της
Αγάπης-Σοφίας, της Αγάπης του
Θεού. Θα
εκδηλωθεί σαν
Σωτήρας, Δομητής, Συντηρητής· η ανθρωπότητα δεν είναι ακόμη επαρκώς αναπτυγμένη ή κατάλληλα προσανατολισμένη στη ζωή του Πνεύματος, για να δεχθεί εύκολα την κρούση ενός Αβατάρ που θα εξέφραζε τη δυναμική θέληση του Θεού.
Για μας προς το παρόν (κι αυτό είναι ο περιορισμός μας)
Αβατάρ είναι εκείνος που
συντηρεί, αναπτύσσει, δομεί, προστατεύει, προφυλάσσει και
υποβοηθεί τις πνευματικές ωθήσεις με τις οποίες οι άνθρωποι ζουν·
εκείνο που Τον φέρνει σε εκδήλωση είναι η
ανάγκη και το
αίτημα του
ανθρώπου για
προστασία και
βοήθεια.
Η ανθρωπότητα χρειάζεται αγάπη, κατανόηση και ορθές ανθρώπινες σχέσεις σαν έκφραση της επιτευχθείσας θειότητας. Η ανάγκη αυτή ήταν εκείνη που μας έφερε προηγουμένως τον Χριστό ως τον Αβατάρ της Αγάπης.
Ο Χριστός, ο μεγάλος αυτός
θείος-ανθρώπινος Αγγελιαφόρος, λόγω της εκπληκτικής Του επίτευξης – στη γραμμή της κατανόησης –
διαβίβασε στην ανθρωπότητα μια όψη και μια δυναμικότητα της
φύσης του
ίδιου του Θεού, την
αγαπητική Αρχή της Θεότητας. Το φως, η έφεση και η αναγνώριση του Υπερβατικού Θεού ήταν μια ασθενής έκφραση της ανθρώπινης στάσης προς το Θεό πριν την έλευση του
Βούδα, του
Αβατάρ της Φώτισης.
Ήρθε τότε ο
Βούδας και
κατέδειξε με τη
ζωή Του το γεγονός του
Ενυπάρχοντος Θεού καθώς και του
Υπερβατικού Θεού, του
Θεού στο σύμπαν και του
Θεού μέσα στην ανθρωπότητα. Ο
Θείος Εαυτός και ο
Εαυτός στην
καρδιά του
ανθρώπου ατομικά έγινε ένας
παράγοντας στην
ανθρώπινη συνείδηση. Ήταν μια σχετικά νέα αλήθεια για τον άνθρωπο.
Ωστόσο
μέχρι να έλθει ο Χριστός και να ζήσει μια ζωή αγάπης και υπηρεσίας και να δώσει στους ανθρώπους τη νέα εντολή να αγαπούν αλλήλους,
είχε δοθεί πολύ λίγη έμφαση σε οποιαδήποτε παγκόσμια Γραφή ότι ο
Θεός ήταν Αγάπη. Αφού ήρθε ως
Αβατάρ της Αγάπης, τότε ο
Θεός έγινε γνωστός σαν
αγάπη επουράνια, αγάπη σαν στόχος και
σκοπός της δημιουργίας, αγάπη σαν η
βασική αρχή της σχέσης και αγάπη που
εργάζεται σ’ όλη την
εκδήλωση για ένα
Σχέδιο που υποκινείται από αγάπη.
Ο Χριστός αποκάλυψε και τόνισε τη θεία αυτή ποιότητα κι έτσι μετέβαλε την όλη ανθρώπινη ζωή, τους στόχους και τις αξίες.
Ο λόγος που δεν ήλθε πάλι είναι ότι το αναγκαίο έργο δεν έχει γίνει από τους οπαδούς Του σ’ όλες τις χώρες. Η
έλευσή Του εξαρτάται κυρίως, όπως θα δούμε αργότερα, από την
εδραίωση ορθών ανθρώπινων σχέσεων. Αυτή την
εμπόδισε η εκκλησία ανά τους
αιώνες και δεν τη βοήθησε, λόγω του
φανατικού της ζήλου να
κάνει όλους τους λαούς “Χριστιανούς” κι
όχι οπαδούς του Χριστού. Τόνισε το
θεολογικό δόγμα κι
όχι την αγάπη και την αγαπητική κατανόηση όπως την παρουσίασε ο Χριστός. Η εκκλησία κήρυξε το φλογερό Σαούλ της Ταρσού κι όχι τον πράο Μαραγκό της Γαλιλαίας. Κι έτσι περίμενε. Αλλά η
ώρα Του ήρθε λόγω της
ανάγκης των ανθρώπων σε κάθε χώρα και της
επικλητικής κραυγής των μαζών
παντού και της
συμβουλής των
μαθητών Του όλων των
πίστεων και όλων των
θρησκειών του
κόσμου.
Δεν μας επιτρέπεται ακόμη να μάθουμε τη χρονολογία ή την ώρα της επανεμφάνισης του Χριστού. Η
έλευσή Του εξαρτάται από την έκκληση (συχνά την άφωνη έκκληση) όλων όσων στέκουν με
μαζική πρόθεση· εξαρτάται επίσης απ’ την καλύτερη εδραίωση των ορθών ανθρώπινων σχέσεων και από ορισμένη εργασία που γίνεται αυτή την εποχή από πρεσβύτερα Μέλη της Βασιλείας του Θεού, της Αόρατης Εκκλησίας, της πνευματικής Ιεραρχίας του πλανήτη μας· εξαρτάται επίσης από τη σταθερότητα των μαθητών του Χριστού στον κόσμο αυτή την εποχή και των μυημένων-εργατών Του – που όλοι εργάζονται σε πολλές ομάδες, θρησκευτικές, πολιτικές και οικονομικές.
Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε εκείνο που οι Χριστιανοί ονομάζουν
“ανεξερεύνητη Βουλή του Θεού”, τον αδιάγνωστο σκοπό του Κυρίου του Κόσμου, του Αρχαίου των Ημερών (όπως καλείται στην Παλαιά Διαθήκη) ο
Οποίος “γνωρίζει το Νου Του, ακτινοβολεί την ύψιστη ποιότητα αγάπης κι εστιάζει τη Θέλησή Του στον υψηλό Του Τόπο μέσα στο κέντρο όπου η Θέληση του Θεού είναι γνωστή”.
Όταν ο Χριστός, ο Αβατάρ της Αγάπης, κάνει την επανεμφάνισή Του, τότε:
“Οι
υιοί των ανθρώπων που είναι τώρα
Υιοί του Θεού, θα αποστρέψουν τα πρόσωπά Τους απ’ το λαμπρό φως και
θ’ ακτινοβολήσουν αυτό το φως πάνω στους υιούς των ανθρώπων που δε γνωρίζουν ακόμη ότι είναι Υιοί του Θεού. Τότε ο
Ερχόμενος θα εμφανισθεί, τα βήματά Του επισπεύδονται στην κοιλάδα της σκιάς απ’ τον Έναν με την τρομερή δύναμη, ο Οποίος στέκει στη βουνοκορφή, εκπνέοντας αιώνια αγάπη, ουράνιο φως και ειρηνική, σιωπηλή Θέληση.
“Τότε οι υιοί των ανθρώπων θ’ ανταποκριθούν. Τότε ένα
νεότερο φως θα αστράψει στη ζοφερή, κουρασμένη κοιλάδα της γης. Τότε μια
νέα ζωή θα κυλήσει στις φλέβες των ανθρώπων και τότε η όρασή τους θα συμπεριλάβει όλους τους δρόμους εκείνου που μπορεί να είναι.
“Έτσι
ειρήνη θα έρθει πάλι στη γη, αλλά μια ειρήνη που δε θα μοιάζει με τίποτε που γνωρίσαμε πριν. Τότε η
θέληση-για το-καλό θα ανθίσει σαν κατανόηση και η
κατανόηση θ’ ανθίσει σαν καλή θέληση στους ανθρώπους.”
Απόσπασμα από το βιβλίο "Η ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ" της Αλίκης Μπέιλη